-
1 δυνατός
η, ό[ν]1) в разн. знач сильный;δυνατή κράση — крепкое здоровье;
δυνατή παγωνιά — сильный мороз;
επιστήμων (καλλιτέχνης) — крупный учёный (художник);δυνατή επιρροή — сильное влияние;
είναι πολύ δυνατός με την τωρινή κυβέρνηση — он влиятельное лицо в нынешнем правительстве;
πυρετός — сильный жар;πόνος — сильная боль;δυνατή φωνή — сильный крик; — громкий голос;
δυνατό άρωμα — сильный запах (приятный);
δυνατή μυρωδιά — сильный запах (чаще неприятный);
2) крепкий, прочный;δυνατό σχοινί — прочная верёвка;
3) перен. крепкий;δυνατός καπνός — крепкий табак;
δυνατό κρασί — крепкое вино;
4) возможный, потенциальный;είναι δυνατό — можно, возможно;
δεν είναι δυνατό — а) нельзя, невозможно;
б) не может быть;μόλις θα είναι δυνατό — при первой возмож- ности;
τα δυνατά — всё возможное;
§ βάζω ( — или βάλλω) τα δυνατά μου — прилагать усилия, стараться;
κάνω τα αδύνατα δυνατά — делать невозможное;
κατά το δυνατόν — или όσο[ν] το δυνατό[ν] — по (мере) возможности;
насколько возможно;όσο[ν] το δυνατό[ν] γρηγορώτερα — как можно быстрее
-
2 επιχειρώ
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek
επιχειρώ — (AM ἐπιχειρῶ, έω) 1. δοκιμάζω, καταπιάνομαι με κάτι (α. «ἐπιχειρεῑ τὰ ἀδύνατα» β. «ὅς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος», Ηρόδ.) 2. προσπαθώ να κάνω κάτι («επιχείρησε να μιλήσει, αλλά δεν τόν άφησαν») αρχ. 1. απλώνω το χέρι μου σε κάτι («oἱ μὲν δείπνῳ … Dictionary of Greek
φαντασιοκοπώ — φαντασιοκοπῶ, έω, ΝΜΑ [φαντασιοκόπος] πλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόπος αρχ. 1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες 2. κάνω ταχυδακτυλουργίες … Dictionary of Greek